φιλολογία

φιλολογία
η
1. ηεπιστήμη που ασχολείται με το σύνολο των εκδηλώσεων της πνευματικής, καλλιτεχνικής και κοινωνικής ζωής ορισμένου λαού και ορισμένης εποχής, όπως εμφανίζονται στο γραπτό λόγο: Γαλλική φιλολογία. – Βυζαντινή φιλολογία.
2. το σύνολο των έργων του λόγου μιας χώρας ή ενός λαού ή μιας χρονικής περιόδου, η γραμματεία, τα γράμματα, η γραμματολογία, η λογοτεχνία: Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή είναι πολύ γνωστό έργο της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας.
3. το σύνολο των ειδικών επιστημονικών γνώσεων που είναι απαραίτητες για την κατανόηση των έργων του λόγου μιας γλώσσας, και μάλιστα η γραμματική, το συντακτικό και η κριτική κειμένων.
4. το σύνολο των συγγραμμάτων που αναφέρονται σε ορισμένο επιστημονικό κλάδο: Ιατρική φιλολογία.
5. μτφ., αερολογία, φλυαρία, ματαιολογία, άσκοπη πολυλογία: Τα σχέδιά σου είναι σκέτη φιλολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλολογία — φιλολογίᾱ , φιλολογία love of argument fem nom/voc/acc dual φιλολογίᾱ , φιλολογία love of argument fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλολογία — Ιστορική επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η κριτική και η γραμματική εξέταση και η ερμηνεία των γραπτών εκείνων μνημείων –του παρελθόντος κυρίως– που αποτελούν την έκφραση του πνευματικού πολιτισμού ενός λαού. Πρέπει λοιπόν να διακριθεί ο… …   Dictionary of Greek

  • φιλολογίᾳ — φιλολογίαι , φιλολογία love of argument fem nom/voc pl φιλολογίᾱͅ , φιλολογία love of argument fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεξανδρινή φιλολογία — Η επιστημονική επεξεργασία των ελληνικών κλασικών κειμένων, που αναπτύχθηκε στην Αλεξάνδρεια κυρίως κατά τον 3o και 2o αι. π.Χ. Ο νεότερος όρος αλεξανδρινή λογοτεχνία αναφέρεται στο σύνολο των κειμένων που έγραψαν οι Έλληνες της πόλης και… …   Dictionary of Greek

  • επιστολική φιλολογία ή επιστολογραφία — Επιστολές που οι επιστολογράφοι προορίζουν για δημοσίευση καθώς και εκείνες που οι αναγνώστες τους θεωρούν σημαντική τη γνωστοποίησή τους –λόγω των αρετών του περιεχομένου και του ύφους τους– σε ευρύτερο κοινό. Στις πρώτες ανήκουν οι περίπου 800… …   Dictionary of Greek

  • καραμανλίδικη φιλολογία — Συμβατικός όρος που χαρακτηρίζει το σύνολο των έργων της τουρκόφωνης ελληνικής φιλολογίας, δηλαδή των κειμένων που γράφτηκαν σε τουρκική γλώσσα, αλλά από Έλληνες συγγραφείς και με ελληνικούς χαρακτήρες και κυκλοφορούσαν σε χειρόγραφη ή έντυπη… …   Dictionary of Greek

  • φιλολογίας — φιλολογίᾱς , φιλολογία love of argument fem acc pl φιλολογίᾱς , φιλολογία love of argument fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλολογίαι — φιλολογία love of argument fem nom/voc pl φιλολογίᾱͅ , φιλολογία love of argument fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλολογίαν — φιλολογίᾱν , φιλολογία love of argument fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλολογίαις — φιλολογία love of argument fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”